- σκάβομαι
- σκάβομαι, σκάφτηκα, σκαμμένος βλ. πίν. 8
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό … Dictionary of Greek
υποκατορύσσω — και αττ. τ. ὑποκατορύττω Α (συν. το παθ.) ὑποκατορύσσομαι σκάβομαι αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κατορύσσω «σκάβω, ανοίγω λάκκο, θάβω»] … Dictionary of Greek